- συνωθοῦντες
- συνωθέωforce togetherpres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)συνωθέωforce togetherpres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερχέω — ΜΑ [χέω] 1. κατακλύζω («τὸ ὕδωρ ἄνω ὑπερέχεε», Δοσίθ.) 2. (το παθ.) ὑπερχέομαι α) υπερχειλίζω, πλημμυρίζω (α. «ὑπερχεῑται ὁ ποταμός», Πλούτ. β. «οἶνος ὑπὲρ τὸ ἀγγεῑον ὑπερεχύθη», Δίων Κάσσ.) β) διασκορπίζομαι (α. «τρίχες τῶν ἀκρωμίδων… … Dictionary of Greek
υποκωμωδώ — έω, Α διακωμωδώ, χλευάζω λίγο ή κρυφά («τὰ πολλὰ ὑπεκωμῴδουν συνωθοῡντες εἰς τὸν ἔρωτα τῆς Χαρικλείας», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κωμῳδῶ «παίζω κωμωδία, εμπαίζω, περιπαίζω, χλευάζω»] … Dictionary of Greek